- βραχυτράχηλος
- βραχυτράχηλος, -ον (Α)αυτός που έχει χαμηλό τράχηλο, ο κοντόλαιμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βραχυτράχηλος — short necked masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυτράχηλον — βραχυτράχηλος short necked masc/fem acc sg βραχυτράχηλος short necked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυτραχηλότεραι — βραχυτράχηλος short necked fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυτραχήλους — βραχυτράχηλος short necked masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυτράχηλα — βραχυτράχηλος short necked neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί … Dictionary of Greek
βραχυ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς. Πρώτο συνθετικό λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που δηλώνει: 1. Την σε όγκο, μήκος, έκταση ή ποσό βραχύτητα. Πρβλ. βραχυδάκτυλος, βραχυκέφαλος, βραχύπτερος, βραχυσκελής αρχ. βραχύλογος και βραχυλόγος,… … Dictionary of Greek
τράχηλος — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Κισσάμου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γραμβούσης. * * * ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράχαλος και ετερόκλιτος τ. πληθ. τράχηλα τὰ, Α 1. το στενό και κυλινδρικό τμήμα τού σώματος το οποίο… … Dictionary of Greek
ԿԱՐՃԱՊԱՐԱՆՈՑ — ( ) NBH 1 1074 Chronological Sequence: Early classical ա. βραχυτράχηλος breve collum habens. Կարճ պարանոցաւ. վիզը կարճ. *Արջ եւ առիւծ եւ վագր թիկնեղք եւ կարճապարանոցք են. Վեցօր. ՟Թ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)